- στίζει
- στίζωtattoopres ind mp 2nd sgστίζωtattoopres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Стимулом — Стимуломъ служить (иноск.) быть побужденіемъ (поощреніемъ къ чему нибудь). Ср. Если вѣрно, что душа источникъ и стимулъ, вѣрно и то, что она есть принадлежность всего живущаго на землѣ... Д. В. Григоровичъ. Горькая доля. Ср. Es ist ein Sporn… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στίκτης — ὁ, Α [στίζω] (για πρόσ.) αυτός που στίζει, που στιγματίζει … Dictionary of Greek
στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… … Dictionary of Greek
στοίχηση — η / στοίχησις, ήσεως, ΝΑ [στοιχώ] νεοελλ. σχηματισμός σε ευθεία γραμμή αρχ. η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους διὸ καὶ οὐδ ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει … Dictionary of Greek